στέλγισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_22)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''στέλγισμα''': τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.
|lstext='''στέλγισμα''': τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσματος, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[στλέγγισμα]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.

Greek (Liddell-Scott)

στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.