τριπλεκής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(6_8) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐπλεκής''': -ές, ὁ τρὶς πεπλεγμένος, τριπλοῦς, Λατ. triplex, Σωρανὸς περὶ Γυναικείων Παθῶν 212, 5, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1101C. | |lstext='''τρῐπλεκής''': -ές, ὁ τρὶς πεπλεγμένος, τριπλοῦς, Λατ. triplex, Σωρανὸς περὶ Γυναικείων Παθῶν 212, 5, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1101C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />πλεγμένος με [[τρία]] μέρη, [[τρίπλοκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκος]], <i>το</i> «[[πλέγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πλεκής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A thrice-plaited, threefold, τ. εἶναι ἡμῶν τὸ σῶμα Sor.2.4; three-dimensional(?), σχῆμα Procl.Theol.Plat.5.37.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλεκής: -ές, ὁ τρὶς πεπλεγμένος, τριπλοῦς, Λατ. triplex, Σωρανὸς περὶ Γυναικείων Παθῶν 212, 5, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1101C.
Greek Monolingual
-ές, Α
πλεγμένος με τρία μέρη, τρίπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. πολυ-πλεκής].