σαργῖνος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(6_14) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαργῖνος''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος κατ’ ἀγέλας πορευομένου, Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1. | |lstext='''σαργῖνος''': ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος κατ’ ἀγέλας πορευομένου, Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού που ζει [[κατά]] αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαργός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (<b>πρβλ.</b> <i>κεστρ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>κορακ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>σαρδ</i>-<i>ῖνος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a kind of gregarious fish, Epich.56, Arist.HA610b6.
German (Pape)
[Seite 862] ὁ, Ath. VII, 321 c aus Epicharm., ein Fisch, vom Folgdn unterschieden, nach Einigen f. L. statt σαρδῖνος, vgl. Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σαργῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος κατ’ ἀγέλας πορευομένου, Ἐπίχ. 31 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει κατά αγέλες («ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε... ἀθερῑνοι, σαργῑνοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργός + επίθημα -ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ψαριών (πρβλ. κεστρ-ῖνος, κορακ-ῖνος, σαρδ-ῖνος)].