νεκρόζωος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(6_17)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκρόζωος''': -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, [[ἡμιθανής]], «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.
|lstext='''νεκρόζωος''': -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, [[ἡμιθανής]], «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκρόζωος]], -ον (Μ)<br />[[ημιθανής]], [[νεκροζώντανος]], [[μισοπεθαμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ζωος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ζωή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>ζωος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόζωος: -ον, καὶ νεκρὸς καὶ ζῶν, ἡμιθανής, «μισοζώντανος», Νικήτ. Εὐγ. 3. 355.

Greek Monolingual

νεκρόζωος, -ον (Μ)
ημιθανής, νεκροζώντανος, μισοπεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- -ζωος (< ζωή), πρβλ. ολιγό-ζωος].