μακρόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(6_17) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακρόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 2. | |lstext='''μακρόρριζος''': -ον, ὁ ἔχων μακρὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόρριζος]], -ον)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει μακριές ρίζες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥίζα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχύ</i>-<i>ρριζος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with long root, ib.7.11.3: Comp. and Sup., ib.1.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόρριζος, -ον)
(για φυτό) αυτός που έχει μακριές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + ῥίζα (πρβλ. βραχύ-ρριζος)].