ἀποδεδειλιακότως: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(6_6)
(big3_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.
|lstext='''ἀποδεδειλιᾱκότως''': ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ [[ἀποδειλιάω]], δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. perf. de [[ἀποδειλιάω]] [[cobardemente]] Poll.5.123.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεδειλιᾱκότως Medium diacritics: ἀποδεδειλιακότως Low diacritics: αποδεδειλιακότως Capitals: ΑΠΟΔΕΔΕΙΛΙΑΚΟΤΩΣ
Transliteration A: apodedeiliakótōs Transliteration B: apodedeiliakotōs Transliteration C: apodedeiliakotos Beta Code: a)podedeiliako/tws

English (LSJ)

Adv., (ἀποδειλιάω)

   A in a cowardly way, censured by Poll.5.123.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεδειλιᾱκότως: ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ ἀποδειλιάω, δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀποδειλιάω cobardemente Poll.5.123.