ἀποφλεγματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_6)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφλεγματίζω''': ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ [[πέπερι]]) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, [[αὐτόθι]] 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.
|lstext='''ἀποφλεγματίζω''': ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ [[πέπερι]]) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, [[αὐτόθι]] 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=medic. [[evacuar las flemas]] Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφλεγμᾰτίζω Medium diacritics: ἀποφλεγματίζω Low diacritics: αποφλεγματίζω Capitals: ΑΠΟΦΛΕΓΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: apophlegmatízō Transliteration B: apophlegmatizō Transliteration C: apoflegmatizo Beta Code: a)poflegmati/zw

English (LSJ)

   A purge away phlegm or cleanse from it, Dsc.2.159, Antyll. ap. Orib.8.10.2; promote the discharge of phlegm or mucus, Gal. 11.769, etc.

German (Pape)

[Seite 335] den Schleim abführen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφλεγματίζω: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ πέπερι) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, αὐτόθι 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.

Spanish (DGE)

medic. evacuar las flemas Dsc.2.159, Antyll. en Orib.8.10.2, Gal.11.769.