πολυδημώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυδημώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14. | |lstext='''πολυδημώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, Α [[πολύδημος]]<br /><b>1.</b> [[πολύδημος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυδημῶδες</i><br />[[πλήθος]] ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, = foreg., D.L.7.14.
German (Pape)
[Seite 661] ες, = πολύδημος, D. L. 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδημώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14.
Greek Monolingual
-ες, Α πολύδημος
1. πολύδημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες
πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.).