δαιμονομανία: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(6_9)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονομανία''': ἡ, [[μανιώδης]] [[λατρεία]] πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.
|lstext='''δαιμονομανία''': ἡ, [[μανιώδης]] [[λατρεία]] πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ [[δαιμονομανία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η παθολογική [[κατάσταση]] του δαιμονομανούς<br /><b>μσν.</b><br />η [[μανιώδης]] [[λατρεία]] τών δαιμόνων.
}}
}}

Latest revision as of 06:26, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονομανία: ἡ, μανιώδης λατρεία πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονομανία)
νεοελλ.
η παθολογική κατάσταση του δαιμονομανούς
μσν.
η μανιώδης λατρεία τών δαιμόνων.