δαιμονομανία

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονομανία: ἡ, μανιώδης λατρεία πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονομανία)
νεοελλ.
η παθολογική κατάσταση του δαιμονομανούς
μσν.
η μανιώδης λατρεία τών δαιμόνων.