δαιμονομανία

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονομανία: ἡ, μανιώδης λατρεία πρὸς τοὺς δαίμονας, μτγν.

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονομανία)
νεοελλ.
η παθολογική κατάσταση του δαιμονομανούς
μσν.
η μανιώδης λατρεία τών δαιμόνων.