περικεκομμένως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικεκομμένως''': Ἐπίρρ., βραχέως, συντόμως, Λατ. concis, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 346D. | |lstext='''περικεκομμένως''': Ἐπίρρ., βραχέως, συντόμως, Λατ. concis, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 346D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περικεκομμένος</i>, μτχ. μέσου παρακμ. του [[περικόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 579] adv. part. perf. pass. von περικόπτω, abgekürzt (?).
Greek (Liddell-Scott)
περικεκομμένως: Ἐπίρρ., βραχέως, συντόμως, Λατ. concis, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 346D.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκομμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του περικόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].