περικόπτω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A pf. περικέκοφα Lys. 14.42:—cut all round, mutilate, τοὺς Ἑρμᾶς περιέκοπτεν D.21.147, cf. And.1.34, Lys.6.51; οἱ Ἑρμαῖ περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα Th.6.27; π. τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης D.24.121; τὰ παράσημα [τῆς νεώς] Plu. Them.15; π. τὰ βιβλία cut them round the edges, Luc.Ind.16; trim off, τὰς ἀκάνθας τὰς κύκλῳ (of fish) Alex.133.3; prune, δένδρεα Tab.Heracl.1.173:—Pass., to be pruned or cut away, Thphr. HP 4.16.1,5; of fish, to be trimmed, Arist.Mir.835219; of a statue, to be rough-hewn, Plu.2.74d.
2 lay waste (from the practice of cutting down the fruit-trees), τὰ ἐν Ἑλλησπόντῳ D.8.9: hence, plunder a person, Id.9.22:—Pass., PCair.Zen.44.24, 145.4 (iii B. C.), D.H.10, 51, Str.11.13.2, etc.; πόλεις περικεκομμέναι χρημάτων Plu.Ant.68: abs., π. καὶ λῃστεύειν D.S.4.19: hence, simply, intercept, cut off, ἀγοπάς D.H.10.43, cf. Plu.Luc.2 (Pass.); τὰ σιτηγά Id.Mar.42; τινῶν τὴν ἀπὸ τῆς γῆς εὐπορίαν Id.Sert.21; restrain, check, πολυπραγμοσύνην Id.Per.21:—Pass., to be hindered, ἐν ταῖς πράξεσι Cat.Cod.Astr.2.166.
3 cut off, destroy, kill, D.H.10.51, J.BJ4.5.2.
4 take no account of, eliminate, Gal.9.781, Sect.Intr.6.
5 π. λογάριον close an account, PFay.134.5 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 580] ringsum behauen, verschneiden, verstümmeln; τὰ ἀναθήματα, Andoc. 1, 34, wie Ἑρμᾶς, Lys. 14, 42; τὰ ἀκρωτήρια, Dem. 24, 121; aor. pass. περιεκόπην, Plat. Rep. VII, 519 a; auch vom Verwüsten des feindlichen Landes, dem Umhauen der Bäume, Dem. 8, 9; καὶ λῃστεύειν, D. Sic. 4, 19; περικοπτόμενος τὴν ἀγοράν, dem der Proviant abgeschnitten, Plut. Luc. 2; auch περικεκομμένος χρημάτων, entblößt von, Ant. 68; Folgde, auch ubertr., verkleinern, schmälern.
French (Bailly abrégé)
f. περικόψω, ao.2 Pass. περιεκόπην;
I. tailler ou couper tout autour;
II. p. ext. 1 mutiler (une statue en coupant le nez, les oreilles, etc.);
2 dévaster alentour : χώραν DÉM un pays;
3 couper (un convoi, une armée, une flotte), intercepter (un arrivage) acc.;
4 piller, voler, acc. : περικεκομμένος χρημάτων PLUT privé de sa fortune par un vol.
Étymologie: περί, κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κόπτω (uitsteeksels) afhakken van, verminken:; τοὺς Ἑρμᾶς περιέκοπτεν hij verminkte de Hermesbeelden Dem. 21.147; τὰ παράσημα περικόψας nadat hij de boegbeelden had afgehakt Plut. Them. 15.3; afsnijden:; τὰ βιβλία... περικόπτεις jij snijdt de randen van de boeken af Luc. 31.16; pass..; φρούριον ἀπορρῶγι κρημνῷ περικοπτόμενον een fort dat begrensd werd door de rand van een steile klif Plut. Sull. 15.4; uitbr. afsnijden, onderscheppen:; ταῖς ναυσὶ τὰ σιτηγὰ περικόπτων met zijn schepen de bevoorrading afsnijdend Plut. Mar. 42.2; pass..; περικοπτόμενος δὲ τὴν ἀγορὰν ἐκ τῆς θαλάττης ὑπὸ τῶν πολεμίων afgesneden van de bevoorrading uit zee door de vijand Plut. Luc. 2.3; overdr. (be)snoeien:. περιέκοπτε τὴν πολυπραγμοσύνην hij probeerde hun bemoeizucht te temperen Plut. Per. 21.1. verwoesten, plunderen. Dem. 9.22.
Russian (Dvoretsky)
περικόπτω:
1 обрубать, отсекать (τὰ ἀκρωτήριά τινος Dem.): τὴν ῥῖνα καὶ τὰ ὦτα περικόψας Plut. с обрубленными носом и ушами; τὰ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut. неровности (неотделанных) статуй;
2 отрезать, отделять: ἀπορρῶγι κρημνῷ περικοπτόμενος Plut. отовсюду отрезанный крутым обрывом; περικοπτόμενος τὴν ἀγοράν Plut. отрезанный от подвоза;
3 обрезать вокруг (τὰ βιβλία Luc.);
4 опустошать, разорять (χώραν Dem.);
5 грабить: περικεκομμένος χρημάτων Plut. лишившийся имущества вследствие ограбления;
6 отбирать, отнимать (τὰ σιτηγά Plut.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περικόβω Ν
νεοελλ.
1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ.
2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω
νεοελλ.-αρχ.
κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω
μσν.-αρχ.
αναχαιτίζω, ανακόπτω, περιορίζω
αρχ.
1. (σχετικά με ψάρι) καθαρίζω, αφαιρώ τα αγκάθια
2. (σχετικά με δένδρα) κλαδεύω
3. (σχετικά με εχθρική χώρα) ερημώνω
4. αρπάζω ως λεία, λεηλατώ, σκυλεύω
5. εμποδίζω, αποκλείω
6. αποχωρίζω, απομακρύνω
7. εξασθενίζω
8. μέμφομαι
9. (κυρίως σχετικά με λόγο) τελειώνω, ολοκληρώνω
10. παθ. περικόπτομαι
α) αφαιρούμαι
8) (για άγαλμα) κόβομαι ή κολοβόνωμαι σε διάφορα σημεία
11. φρ. «περικόπτω τὰ βιβλία» — κόβω τα βιβλία ολόγυρα, κατά το εξωτερικό τους μέρος (Λουκιαν.)
Greek Monotonic
περικόπτω: μέλ. -ψω·
1. κόβω ολόγυρα, ψαλιδίζω, ακρωτηριάζω, περικόπτω, σε Δημ. — Παθ., περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα, είχαν τα πρόσωπά τους ακρωτηριασμένα, σε Θουκ.
2. περικόπτω χώραν, ερημώνω τη χώρα του εχθρού, από τη συνήθεια να κόβονται οι καρποί των δέντρων της χώρας αυτής, σε Δημ.· απ' όπου, ληστεύω κάποιον, στον ίδ.· απλώς, παρακωλύω, εμποδίζω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περικόπτω: κόπτω ὁλόγυρα, ἀκρωτηριάζω (πρβλ. περικοπή), τοὺς Ἑρμᾶς περιέκοψεν Δημ. 562. 15, πρβλ. Ἀνδοκ. 5. 34, Λυσ. 107. 39., 143. 34· οἱ Ἑρμαῖ περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα Θουκ. 6. 27· π. τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης Δημ. 738. 14· π. τὰ βιβλία Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 16. - Παθητ., ἐπὶ ἰχθύων, πολλοὺς δὲ καὶ τῶν ἰχθύων λέγουσι περικοπέντας καὶ περιτμηθέντας μὴ αἰσθάνεσθαι Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 63· ἐπὶ ἀγάλματος, κόπτομαι ἢ κολοβοῦμαι εἰς διάφορα μέρη, Πλούτ. 2. 74D. 2) π. χώραν, ἐρημώνω τὴν χώραν ἐχθροῦ, ἐκ τῆς συνηθείας τοῦ κατακόπτειν τὰ κάρπιμα δένδρα, Δημ. 92. 9· ἐντεῦθεν, λῃστεύω τινά, ὁ αὐτ. 116. 19, Διον. Ἁλ. 10. 51, Στράβ. 523, κτλ.· πόλεις περικεκομμέναι χρημάτων Πλουτ. Ἀντών. 68· ἀπολ., π. καὶ λῃστεύειν Διόδ. 4. 19· πρβλ. κείρω ΙΙ. 2· - ἐντεῦθεν ἁπλῶς, διακωλύω, ἐμποδίζω, ἀγοράς τ’ αὐτῶν περιέκοπτον ἐξιόντες Διον. Ἁλ. 10. 43, πρβλ. Πλουτ. Λούκουλλ. 2· τὰ σιτηγὰ ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 42· τὴν ἀπὸ τῆς γῆς εὐπορίαν ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 21. 3) ἐλαττώνω, ἐξασθενῶ, Γαλην. 8. 454.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to cut all round, clip, mutilate, Dem.: Pass., περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα had their faces mutilated, Thuc.
2. π. χώραν to lay waste an enemy's country, from the practice of cutting down the fruit-trees, Dem.; hence, to plunder a person, Dem.:—simply, to take away, intercept, Plut.
Lexicon Thucydideum
circumcidi, to be circumcised, 6.27.1.