περικεκομμένως
From LSJ
English (LSJ)
v. παρακεκομμένως.
German (Pape)
[Seite 579] adv. part. perf. pass. von περικόπτω, abgekürzt (?).
Greek (Liddell-Scott)
περικεκομμένως: Ἐπίρρ., βραχέως, συντόμως, Λατ. concis, Ἰουστῖν. Μάρτ. σ. 346D.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκομμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του περικόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].