ἡγεμονεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_11)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγεμονεία''': ἡμαρτημ. [[τύπος]] ἀντὶ [[ἡγεμονία]].
|lstext='''ἡγεμονεία''': ἡμαρτημ. [[τύπος]] ἀντὶ [[ἡγεμονία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡγεμόνεια]], ἡ (Α)<br />θηλ. του Ηγεμονεύς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>ηγεμον</i>-<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ιερ</i>-<i>εύς</i>, <i>ιέρ</i>-<i>εια</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1149] ἡ, s. ἡγεμονία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεία: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ἡγεμονία.

Greek Monolingual

ἡγεμόνεια, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγεμονεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγεμον-εύς (πρβλ. ιερ-εύς, ιέρ-εια)].