παρκάλισις: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(6_2)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρκάλισις''': [[καλίνδησις]], [[κυλίνδησις]], [[κύλισμα]], παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42.
|lstext='''παρκάλισις''': [[καλίνδησις]], [[κυλίνδησις]], [[κύλισμα]], παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />η [[μεταφορά]], η [[μετακόμιση]] αντικειμένων με τη [[βοήθεια]] κυλίνδρων ή τροχών, το [[κύλισμα]], η [[κυλίνδηση]], αλλ. [[διακάλισις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πάρ</i>, συγκεκομμένος τ. της πρόθεσης [[παρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάλισις πιθ</i>. <span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>δια</i>-<i>καλίσαι</i> που συνδέεται με το ρ. <i>καλινδοῦμαι</i> «περιστρέφομαι, κυλίομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-<i>κάλισις</i>, <i>εσ</i>-<i>κάλισις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρκάλισις Medium diacritics: παρκάλισις Low diacritics: παρκάλισις Capitals: ΠΑΡΚΑΛΙΣΙΣ
Transliteration A: parkálisis Transliteration B: parkalisis Transliteration C: parkalisis Beta Code: parka/lisis

English (LSJ)

εως, ἡ, either

   A unpacking from a wooden crate or transport by rollers, IG42(1).103.46,63 (Epid.) ; cf. διακάλισις, ἐσκάλισις.

Greek (Liddell-Scott)

παρκάλισις: καλίνδησις, κυλίνδησις, κύλισμα, παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. της πρόθεσης παρά + -κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια-καλίσαι που συνδέεται με το ρ. καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, κυλίομαι» (πρβλ. δια-κάλισις, εσ-κάλισις)].