νεκυηδόν: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6_7) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκυηδόν''': Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν [[σῶμα]], ὡς [[λείψανον]], Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941). | |lstext='''νεκυηδόν''': Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν [[σῶμα]], ὡς [[λείψανον]], Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκυηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σαν νεκρό [[σώμα]], σαν [[λείψανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκλ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>λυκ</i>-<i>ηδόν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A corpse-like, Euph.88, Sch. D.T.p.276H.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυηδόν: Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν σῶμα, ὡς λείψανον, Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
Greek Monolingual
νεκυηδόν (Α)
επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κυκλ-ηδόν, λυκ-ηδόν)].