Νηρεύς: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Νηρεύς''': έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖός τις [[θαλάσσιος]] [[θεός]], [[ὅστις]] ὑπὸ τὸν Ποσειδῶνα διατελῶν ἦρχε τῆς Μεσογείου, ἴδε Ἰλ. Σ. 141· τὸ πρῶτον ὀνομαστὶ μνημονεύεται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 319, καὶ ἐν Ἡσιόδ. Ἦτο δὲ πρεσβύτατος υἱὸς τοῦ Πόντου (δηλ. τῆς θαλάσσης), ἀνὴρ τῆς Δωρίδος θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ πατὴρ τῶν Νηρηΐδων, Ἡσ. Θ. 233 κἑξ.: - Ἐπίθετ. Νήρειος, α, ον, ὁ τοῦ Νηρέως, Νήρεια τέκνα, δηλ. ἰχθύες, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. (Ἴδε ἐν λέξ. νάω, ῥέω, πρβλ. [[νηρός]], νᾱρός). | |lstext='''Νηρεύς''': έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖός τις [[θαλάσσιος]] [[θεός]], [[ὅστις]] ὑπὸ τὸν Ποσειδῶνα διατελῶν ἦρχε τῆς Μεσογείου, ἴδε Ἰλ. Σ. 141· τὸ πρῶτον ὀνομαστὶ μνημονεύεται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 319, καὶ ἐν Ἡσιόδ. Ἦτο δὲ πρεσβύτατος υἱὸς τοῦ Πόντου (δηλ. τῆς θαλάσσης), ἀνὴρ τῆς Δωρίδος θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ πατὴρ τῶν Νηρηΐδων, Ἡσ. Θ. 233 κἑξ.: - Ἐπίθετ. Νήρειος, α, ον, ὁ τοῦ Νηρέως, Νήρεια τέκνα, δηλ. ἰχθύες, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. (Ἴδε ἐν λέξ. νάω, ῥέω, πρβλ. [[νηρός]], νᾱρός). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />Nérée, <i>fils de Poséidon, père des Néréides</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Σνα > Να, nager ; v. [[νέω]]². | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, Ion. ῆος, ὁ,
A Nereus, h.Ap.319, Hes.Th.240, Alc.Supp. 8.7, etc. 2 sea, Λίβυς, Ἄραψ N., Nonn.D.25.51, 32.194.
Greek (Liddell-Scott)
Νηρεύς: έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, ἀρχαῖός τις θαλάσσιος θεός, ὅστις ὑπὸ τὸν Ποσειδῶνα διατελῶν ἦρχε τῆς Μεσογείου, ἴδε Ἰλ. Σ. 141· τὸ πρῶτον ὀνομαστὶ μνημονεύεται ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 319, καὶ ἐν Ἡσιόδ. Ἦτο δὲ πρεσβύτατος υἱὸς τοῦ Πόντου (δηλ. τῆς θαλάσσης), ἀνὴρ τῆς Δωρίδος θυγατρὸς τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ πατὴρ τῶν Νηρηΐδων, Ἡσ. Θ. 233 κἑξ.: - Ἐπίθετ. Νήρειος, α, ον, ὁ τοῦ Νηρέως, Νήρεια τέκνα, δηλ. ἰχθύες, Εὔφρων ἐν «Μούσαις» 1. (Ἴδε ἐν λέξ. νάω, ῥέω, πρβλ. νηρός, νᾱρός).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Nérée, fils de Poséidon, père des Néréides.
Étymologie: R. Σνα > Να, nager ; v. νέω².