παρεγχέω: Difference between revisions
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(6_1) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρεγχέω''': [[ἐγχέω]] [[παρά]] …, πλησίον, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 5· παθ., Μετεωρ. 2. 3, 33. ― Ἴδε Γ. Ν. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 651. | |lstext='''παρεγχέω''': [[ἐγχέω]] [[παρά]] …, πλησίον, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 5· παθ., Μετεωρ. 2. 3, 33. ― Ἴδε Γ. Ν. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 651. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[χύνω]], [[αδειάζω]], [[ανακατεύω]] επί [[πλέον]] (α. «παρεγχέομεν ἑψήματος [[μέρος]]», Γεωπ. β. «κριθαῑς παρεγκεχυμέναις» <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγχέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
A pour in beside, Arist.EE1235b39 :—Pass., Id.Mete.359a2, Gal.18(2).469 ; κριθαὶ παρεγκεχυμέναι v.l. in Plu.2.82e.
German (Pape)
[Seite 510] (s. χέω), daneben hineingießen, hinzugießen; Arist. meteor. 2, 3; ἡδὺν εἶναι τὸν οἶνον παρεγχεομένης θαλάττης Ath. I, 26 b, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγχέω: ἐγχέω παρά …, πλησίον, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 5· παθ., Μετεωρ. 2. 3, 33. ― Ἴδε Γ. Ν. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 651.
Greek Monolingual
ΜΑ
χύνω, αδειάζω, ανακατεύω επί πλέον (α. «παρεγχέομεν ἑψήματος μέρος», Γεωπ. β. «κριθαῑς παρεγκεχυμέναις» Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγχέω.