παραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_1)
(31)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραυξάνω''': [[αὐξάνω]] διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ.
|lstext='''παραυξάνω''': [[αὐξάνω]] διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αυξάνω]], [[μεγεθύνω]] με [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> αυξάνομαι πολύ.
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 505] (s. αὐξάνω), durch Danebensetzen od. Ansetzen vermehren, vergrößern, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραυξάνω: αὐξάνω διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ.

Greek Monolingual

Α
1. αυξάνω, μεγεθύνω με προσθήκη
2. μέσ. αυξάνομαι πολύ.