ποινηλατέω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(6_2)
(3b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποινηλᾰτέω''': [[καταδιώκω]] ὡς ἡ θεὰ τῆς ἐκδικήσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 117˙ ― παθ., καταδιώκομαι οὕτω, ὁ αὐτ. π. Π. 1. 27., 3. 237. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινηλατήσας˙ ἐλάσας».
|lstext='''ποινηλᾰτέω''': [[καταδιώκω]] ὡς ἡ θεὰ τῆς ἐκδικήσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 117˙ ― παθ., καταδιώκομαι οὕτω, ὁ αὐτ. π. Π. 1. 27., 3. 237. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινηλατήσας˙ ἐλάσας».
}}
{{elru
|elrutext='''ποινηλατέω:''' преследовать возмездием (τινα Sext.): ποινηλατεῖσθαι ὑπ᾽ Ἐρινύων Plut. быть преследуемым Эриниями.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινηλᾰτέω Medium diacritics: ποινηλατέω Low diacritics: ποινηλατέω Capitals: ΠΟΙΝΗΛΑΤΕΩ
Transliteration A: poinēlatéō Transliteration B: poinēlateō Transliteration C: poinilateo Beta Code: poinhlate/w

English (LSJ)

   A pursue like an avenging fury, S.E.M.11.117:—Pass., to be so pursued, Id.P.1.27, 3.237, Heph.Astr.3.8 (in Cat.Cod.Astr.8(1).151), Eun. Hist.p.248 D., Herm. in Phdr.p.111A.

Greek (Liddell-Scott)

ποινηλᾰτέω: καταδιώκω ὡς ἡ θεὰ τῆς ἐκδικήσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 117˙ ― παθ., καταδιώκομαι οὕτω, ὁ αὐτ. π. Π. 1. 27., 3. 237. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινηλατήσας˙ ἐλάσας».

Russian (Dvoretsky)

ποινηλατέω: преследовать возмездием (τινα Sext.): ποινηλατεῖσθαι ὑπ᾽ Ἐρινύων Plut. быть преследуемым Эриниями.