διαπατάω: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_2) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰπᾰτάω''': [[μέχρι]] τέλους, ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Πλατ. Νόμ. 738Ε· παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 7. | |lstext='''διᾰπᾰτάω''': [[μέχρι]] τέλους, ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Πλατ. Νόμ. 738Ε· παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[engañar totalmente]] αὐτόν Pl.<i>Lg</i>.738e, cf. Ph.2.92, ἡ δὲ Μαγνῆτις (λίθος) διαπατᾷ τὴν ὄψιν, ὡς δοκεῖν [[ἀργύριον]] εἶναι Hsch.λ 1353<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[estar totalmente equivocado]] διηπατημένη ... [[δόξα]] Plu.2.117a<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διηπατημένον lo equivocado</i> Arist.<i>Top</i>.148<sup>a</sup>7, οἱ νομίζοντες (πλεύμονα) εἶναι κενὸν διηπάτηνται los que creen que el pulmón está vacío están equivocados de parte a parte</i> Arist.<i>HA</i> 496<sup>b</sup>5, ὁ Καικίλιος ... πάνυ διηπάτηται Longin.8.4, cf. 2.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A deceive utterly, Pl.Lg.738e, Ph.2.92:—Pass., Arist. HA496b5.
German (Pape)
[Seite 594] verstärktes simpl., Plat. Legg. V, 738 e; Arist. H. A. 1, 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰπᾰτάω: μέχρι τέλους, ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Πλατ. Νόμ. 738Ε· παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 7.
Spanish (DGE)
engañar totalmente αὐτόν Pl.Lg.738e, cf. Ph.2.92, ἡ δὲ Μαγνῆτις (λίθος) διαπατᾷ τὴν ὄψιν, ὡς δοκεῖν ἀργύριον εἶναι Hsch.λ 1353
•en v. pas. estar totalmente equivocado διηπατημένη ... δόξα Plu.2.117a
•subst. τὸ διηπατημένον lo equivocado Arist.Top.148a7, οἱ νομίζοντες (πλεύμονα) εἶναι κενὸν διηπάτηνται los que creen que el pulmón está vacío están equivocados de parte a parte Arist.HA 496b5, ὁ Καικίλιος ... πάνυ διηπάτηται Longin.8.4, cf. 2.1.