μιμηλάζω: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(6_2)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιμηλάζω''': [[μιμέομαι]], [[μετὰ]] δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς [[μῖμος]], [[αὐτόθι]] 610, [[ἔνθα]] μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον [[μιμηλάζω]].
|lstext='''μιμηλάζω''': [[μιμέομαι]], [[μετὰ]] δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς [[μῖμος]], [[αὐτόθι]] 610, [[ἔνθα]] μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον [[μιμηλάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μιμηλάζω]] (Α) [[μιμηλός]]<br />[[μιμούμαι]] («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον [[νόμισμα]]», Φίλ.).
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 186] = μιμέομαι, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμηλάζω: μιμέομαι, μετὰ δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς μῖμος, αὐτόθι 610, ἔνθα μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον μιμηλάζω.

Greek Monolingual

μιμηλάζω (Α) μιμηλός
μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.).