παρακοιμίζω: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(6_5)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακοιμίζω''': βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ μετά τινος, [[παρακατακλίνω]], τινά τινι Ἀλ. Πολυΐστ. παρ’ Ἐὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 423Α· ― οὐσιαστ. παρακοιμιστής, οῦ, ὁ, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσ. 54. 2.
|lstext='''παρακοιμίζω''': βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ μετά τινος, [[παρακατακλίνω]], τινά τινι Ἀλ. Πολυΐστ. παρ’ Ἐὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 423Α· ― οὐσιαστ. παρακοιμιστής, οῦ, ὁ, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσ. 54. 2.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[βάζω]] κάποιον να κοιμηθεί [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιμίζω]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακοιμίζω Medium diacritics: παρακοιμίζω Low diacritics: παρακοιμίζω Capitals: ΠΑΡΑΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: parakoimízō Transliteration B: parakoimizō Transliteration C: parakoimizo Beta Code: parakoimi/zw

English (LSJ)

   A make to lie with, τινά τινι Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.21, cf. Artem.4.61, Cat.Cod.Astr.2.208 (prob.) : hence Subst. παρακοιμ-ιστής, οῦ, ὁ, in pl., π. τῶν ἰδίων γυναικῶν panders to their own wives, Paul. Al.O.2.

German (Pape)

[Seite 484] daneben, dabei schlafen legen, dabei schlafen lassen, Schol. Ap. Rh. 3, 62 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακοιμίζω: βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ μετά τινος, παρακατακλίνω, τινά τινι Ἀλ. Πολυΐστ. παρ’ Ἐὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 423Α· ― οὐσιαστ. παρακοιμιστής, οῦ, ὁ, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσ. 54. 2.

Greek Monolingual

ΜΑ
βάζω κάποιον να κοιμηθεί μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κοιμίζω.