ῥοπτός: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(6_11) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = [[ῥοφητός]], «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554. | |lstext='''ῥοπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = [[ῥοφητός]], «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που χρησιμοποιείται ως [[ρόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥοφητός]] (> <i>ῥοφτός</i> > [[ῥοπτός]]), <b>βλ.</b> και λ. [[ῥόμμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ῥόφω)
A = ῥοφητός, Hp. ap. Gal.19.136.
German (Pape)
[Seite 849] adj. verb. zu ῥοφέω, geschlürft, zu schlürfen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = ῥοφητός, «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥοφητός (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα.