ἰδιοσύστατος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(6_16)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιοσύστᾰτος''': -ον, ἐξ [[ἑαυτοῦ]] συνεστὼς καὶ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, Δίδ. Ἀλ. 977Α, 925Β. - Ἐπίρρ. -τως, μετ’ ἰδίας οὐσίας ἢ ὑποστάσεως, ὁ αὐτ. 984Β, κλ.
|lstext='''ἰδιοσύστᾰτος''': -ον, ἐξ [[ἑαυτοῦ]] συνεστὼς καὶ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] ὑπάρχων, Δίδ. Ἀλ. 977Α, 925Β. - Ἐπίρρ. -τως, μετ’ ἰδίας οὐσίας ἢ ὑποστάσεως, ὁ αὐτ. 984Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιοσύστατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει αφ' [[εαυτού]], αυτός που δημιουργήθηκε [[μόνος]] του, που έχει δική του ιδιαίτερη [[σύσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συστήνεται [[μόνος]] του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰδιοσυστάτως</i> (ΑΜ)<br />με δική του [[υπόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>συστατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[συνίστημι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονο</i>-<i>σύστατος</i>, <i>νεο</i>-<i>σύστατος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1237] für sich bestehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοσύστᾰτος: -ον, ἐξ ἑαυτοῦ συνεστὼς καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Δίδ. Ἀλ. 977Α, 925Β. - Ἐπίρρ. -τως, μετ’ ἰδίας οὐσίας ἢ ὑποστάσεως, ὁ αὐτ. 984Β, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιοσύστατος, -ον)
1. αυτός που υπάρχει αφ' εαυτού, αυτός που δημιουργήθηκε μόνος του, που έχει δική του ιδιαίτερη σύσταση
νεοελλ.
αυτός που συστήνεται μόνος του.
επίρρ...
ἰδιοσυστάτως (ΑΜ)
με δική του υπόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -συστατος (< συνίστημι), πρβλ. μονο-σύστατος, νεο-σύστατος].