ἀκώνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_15)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκώνιστος''': -ον, ([[κῶνος]]) μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, «κεραμεοῦν [[ἀγγεῖον]] ἀκώνιστον, τουτέστιν ἀπίσσωτον», Διοσκ. 1. 93.
|lstext='''ἀκώνιστος''': -ον, ([[κῶνος]]) μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, «κεραμεοῦν [[ἀγγεῖον]] ἀκώνιστον, τουτέστιν ἀπίσσωτον», Διοσκ. 1. 93.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ungepicht]]</i>, Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀκώνιστος: -ον, (κῶνος) μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, «κεραμεοῦν ἀγγεῖον ἀκώνιστον, τουτέστιν ἀπίσσωτον», Διοσκ. 1. 93.

German (Pape)

ungepicht, Diosc.