ἀκώνιστος

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀκώνιστος: -ον, (κῶνος) μὴ ἀληλιμμένος διὰ πίσσης, «κεραμεοῦν ἀγγεῖον ἀκώνιστον, τουτέστιν ἀπίσσωτον», Διοσκ. 1. 93.

German (Pape)

ungepicht, Diosc.