κρυπτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυπτάζω''': [[τύπος]] [[παράλληλος]] τῷ [[κρύπτω]], Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.
|lstext='''κρυπτάζω''': [[τύπος]] [[παράλληλος]] τῷ [[κρύπτω]], Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρυπτάζω]] (Α)<br />[[κρύβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ενεστ. του [[κρύπτω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>άζω</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1515] Nebenform von κρύπτω, Sp., v. l. bei D. Sic. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάζω: τύπος παράλληλος τῷ κρύπτω, Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κρυπτάζω (Α)
κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].