ἀναρρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(6_5)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρρώννυμι''': ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω [[νέας]] δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., [[λαμβάνω]] [[νέας]] δυνάμεις, [[ἀναλαμβάνω]], ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.
|lstext='''ἀναρρώννυμι''': ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω [[νέας]] δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., [[λαμβάνω]] [[νέας]] δυνάμεις, [[ἀναλαμβάνω]], ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[ganar fuerzas]], [[restablecerse]] νοσήσας ... ἀνέρρωσε Plu.<i>Pomp</i>.57, c. ac. int. (Ἴφικλος) τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι se recupera de la esterilidad</i> Pherecyd.33<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. mism. sent., Th.7.46, Plu.2.75b, D.C.58.28.2, Porph.<i>Plot</i>.7.42.<br /><b class="num">2</b> tr. [[fortalecer]] ἀνθρώπους ... [[ἄρτος]] Plu.2.694d.
}}
}}

Revision as of 11:58, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρώννῡμι Medium diacritics: ἀναρρώννυμι Low diacritics: αναρρώννυμι Capitals: ΑΝΑΡΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anarrṓnnymi Transliteration B: anarrōnnymi Transliteration C: anarronnymi Beta Code: a)narrw/nnumi

English (LSJ)

aor. ἀνέρρωσα,

   A strengthen afresh, Plu.2.694d, etc.:— Pass., regain strength, ἀναρρωσθέντες Th.7.46, Plu.2.75c, etc.    2 intr. in Act., τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι Pherecyd.33 J.; νοσήσας ἀνέρρωσε Plu.Pomp.57, cf. 2.182b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρώννυμι: ἀόρ. ἀνέρρωσα, δίδω νέας δυνάμεις, Πλούτ. 2. 694D, κτλ.: - Παθ., λαμβάνω νέας δυνάμεις, ἀναλαμβάνω, ἀναρρωσθέντες Θουκ. 7. 46, Πλούτ., κτλ. 2) ἀμεταβ., κατ’ ἀόρ. ἐνεργητ., νοσήσας ἀνέρρωσε, ἀνέλαβε, Πλουτ. Πομπ. 57, πρβλ. 2. 182Β.

Spanish (DGE)

1 intr. ganar fuerzas, restablecerse νοσήσας ... ἀνέρρωσε Plu.Pomp.57, c. ac. int. (Ἴφικλος) τὴν γονὴν ἀναρρώννυσι se recupera de la esterilidad Pherecyd.33
en v. med.-pas. mism. sent., Th.7.46, Plu.2.75b, D.C.58.28.2, Porph.Plot.7.42.
2 tr. fortalecer ἀνθρώπους ... ἄρτος Plu.2.694d.