χαριτώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
(6_17)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰριτώνυμος''': -ον, ὁ ἔχων ἔντιμον, κεχαριτωμένον [[ὄνομα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8722, Τζέτζ. Ἐπιστ. 2, κλπ.
|lstext='''χᾰριτώνυμος''': -ον, ὁ ἔχων ἔντιμον, κεχαριτωμένον [[ὄνομα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8722, Τζέτζ. Ἐπιστ. 2, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψευδ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρῐτώνῠμος Medium diacritics: χαριτώνυμος Low diacritics: χαριτώνυμος Capitals: ΧΑΡΙΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: charitṓnymos Transliteration B: charitōnymos Transliteration C: charitonymos Beta Code: xaritw/numos

English (LSJ)

ον,

   A of gracious import, ἀγγελία B.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτώνυμος: -ον, ὁ ἔχων ἔντιμον, κεχαριτωμένον ὄνομα, Συλλ. Ἐπιγρ. 8722, Τζέτζ. Ἐπιστ. 2, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ψευδ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].