ἐξοινόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(6_20) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξοινόομαι''': παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος ([[οὕτως]] ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν [[οἶνον]], οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε. | |lstext='''ἐξοινόομαι''': παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος ([[οὕτως]] ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν [[οἶνον]], οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξοινόομαι:''' Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. [[ἐξῳνωμένος]], μεθυσμένος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be drunk, ἐξῳνωμένος (Elmsl. for ἐξοιν-) drunken, E.Ba.814, Ath.2.38e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοινόομαι: παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος (οὕτως ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν οἶνον, οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε.
Greek Monotonic
ἐξοινόομαι: Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. ἐξῳνωμένος, μεθυσμένος, σε Ευρ.