ὀρθοπρίων: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_3) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοπρίων''': [ῑ], -ονος, ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, [[εἶδος]] πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536. | |lstext='''ὀρθοπρίων''': [ῑ], -ονος, ὁ, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικόν, [[εἶδος]] πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθοπρίων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη [[χειρουργική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίων]], -<i>ονος</i> «[[πριόνι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ,
A instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.
German (Pape)
[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.
Greek Monolingual
ὀρθοπρίων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πριονιού που χρησιμοποιούνταν στη χειρουργική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πρίων, -ονος «πριόνι»].