περίρρανσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(32) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίρρανσις''': ἡ, τὸ περιρραίνειν, [[περιρραντισμός]], Πλάτ. Κρατ. 405Β. | |lstext='''περίρρανσις''': ἡ, τὸ περιρραίνειν, [[περιρραντισμός]], Πλάτ. Κρατ. 405Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άνσεως, ἡ, Α [[περιρραίνω]]<br />η [[πράξη]] του [[περιρραίνω]], ο [[περιρραντισμός]], η περιύγρανση. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lustral besprinkling, Pl.Cra.Cra.405b.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρανσις: ἡ, τὸ περιρραίνειν, περιρραντισμός, Πλάτ. Κρατ. 405Β.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Α περιρραίνω
η πράξη του περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση.