ὁμόναος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόνᾱος''': -ον, ὁ ἔχων κοινὸν μετ’ ἄλλου ναὸν, ἐπὶ Θεῶν, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ὁμοβώμιος]].
|lstext='''ὁμόνᾱος''': -ον, ὁ ἔχων κοινὸν μετ’ ἄλλου ναὸν, ἐπὶ Θεῶν, Ἡσύχ.· πρβλ. [[ὁμοβώμιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόναος]], -ον (Α)<br />(για θεούς) αυτός που έχει κοινό ναό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναός]].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόνᾱος Medium diacritics: ὁμόναος Low diacritics: ομόναος Capitals: ΟΜΟΝΑΟΣ
Transliteration A: homónaos Transliteration B: homonaos Transliteration C: omonaos Beta Code: o(mo/naos

English (LSJ)

α, ον,

   A having a common temple, IG42(1).41.2 (Epid., v/iv B. C.), Hsch. s.v. ὁμωχέται.

German (Pape)

[Seite 338] einen gemeinschaftlichen Tempel habend, Hesych..

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόνᾱος: -ον, ὁ ἔχων κοινὸν μετ’ ἄλλου ναὸν, ἐπὶ Θεῶν, Ἡσύχ.· πρβλ. ὁμοβώμιος.

Greek Monolingual

ὁμόναος, -ον (Α)
(για θεούς) αυτός που έχει κοινό ναό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ναός.