πολύρρυτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύρρῠτος''': -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.
|lstext='''πολύρρῠτος''': -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au cours abondant <i>ou</i> impétueux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥέω]].
}}
}}