φαινόπους: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(6_20) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαινόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, «[[λευκόπους]]» Θεογνώστου Κανόνες 12· «[[λαμπρόπους]]» Σουΐδ. | |lstext='''φαινόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, «[[λευκόπους]]» Θεογνώστου Κανόνες 12· «[[λαμπρόπους]]» Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) «[[λευκόπους]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[λαμπρόπους]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λαμπρό</i>-[[πους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with shining feet, Theognost. Can.12.
Greek (Liddell-Scott)
φαινόπους: ποδος, ὁ, ἡ, «λευκόπους» Θεογνώστου Κανόνες 12· «λαμπρόπους» Σουΐδ.
Greek Monolingual
-οδος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρό-πους].