ἐμποδιζομένως: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(6_6)
(big3_14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδιζομένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., [[ὥσπερ]] ἐν δεσμοῖς, τὸ [[ἰσχομένως]] τε καὶ [[ἐμποδιζομένως]] πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.
|lstext='''ἐμποδιζομένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., [[ὥσπερ]] ἐν δεσμοῖς, τὸ [[ἰσχομένως]] τε καὶ [[ἐμποδιζομένως]] πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. formado sobre el part. pres. pas. de [[ἐμποδίζω]] [[con trabas]], [[con impedimentos]] ἰσχομένως καὶ ἐ. πορεύεσθαι Pl.<i>Cra</i>.415c.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 815] gehindert, mit Hindernissen, καὶ ἰσχομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιζομένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., ὥσπερ ἐν δεσμοῖς, τὸ ἰσχομένως τε καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre el part. pres. pas. de ἐμποδίζω con trabas, con impedimentos ἰσχομένως καὶ ἐ. πορεύεσθαι Pl.Cra.415c.