νοσφίδιος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(6_4)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσφίδιος''': -α, -ον, [[κρύφιος]], [[μυστικός]], [[λαθραῖος]], Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».
|lstext='''νοσφίδιος''': -α, -ον, [[κρύφιος]], [[μυστικός]], [[λαθραῖος]], Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσφίδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> απομακρυσμένος, [[μακρινός]]<br /><b>2.</b> [[κρυφός]], [[μυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσφι]] «[[μακριά]], [[κρυφά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> [[οπισθίδιος]]: <i>όπισθεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφίδιος Medium diacritics: νοσφίδιος Low diacritics: νοσφίδιος Capitals: ΝΟΣΦΙΔΙΟΣ
Transliteration A: nosphídios Transliteration B: nosphidios Transliteration C: nosfidios Beta Code: nosfi/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A clandestine, Hes.Fr.187.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».

Greek Monolingual

νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].