ἑλλοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_18)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλλοφόνος''': -ον, ὁ φονεύων νεβρούς, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 190, Συλλ. Ἐπιγρ. 5943.
|lstext='''ἑλλοφόνος''': -ον, ὁ φονεύων νεβρούς, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 190, Συλλ. Ἐπιγρ. 5943.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑλλοφόνος]] -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που φονεύει ελλούς, ελαφάκια.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλλοφόνος Medium diacritics: ἑλλοφόνος Low diacritics: ελλοφόνος Capitals: ΕΛΛΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: hellophónos Transliteration B: hellophonos Transliteration C: ellofonos Beta Code: e(llofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A fawn-slaying, of Britomartis, Call.Dian.190.

German (Pape)

[Seite 801] junge Hirsche tödtend, Artemis, Call. Dian. 190.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλλοφόνος: -ον, ὁ φονεύων νεβρούς, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 190, Συλλ. Ἐπιγρ. 5943.

Greek Monolingual

ἑλλοφόνος -ον (Α)
(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που φονεύει ελλούς, ελαφάκια.