θεοκόλος: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
(6_15)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεοκόλος''': ὁ, ὡς τὸ [[θεηκόλος]], [[ὑπηρέτης]] τοῦ θεοῦ, [[ἱερεύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 1, 1607· - [[ἐντεῦθεν]] θεοκολέω, ὑπηρετῶ ὡς [[ἱερεύς]], θεοκολήσασα Ἀρτέμιτι 1934.
|lstext='''θεοκόλος''': ὁ, ὡς τὸ [[θεηκόλος]], [[ὑπηρέτης]] τοῦ θεοῦ, [[ἱερεύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 1, 1607· - [[ἐντεῦθεν]] θεοκολέω, ὑπηρετῶ ὡς [[ἱερεύς]], θεοκολήσασα Ἀρτέμιτι 1934.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεοκόλος]] και [[θεηκόλος]], ό (Α)<br />[[υπηρέτης]] του θεού, [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θεηκόλος]]).
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοκόλος Medium diacritics: θεοκόλος Low diacritics: θεοκόλος Capitals: ΘΕΟΚΟΛΟΣ
Transliteration A: theokólos Transliteration B: theokolos Transliteration C: theokolos Beta Code: qeoko/los

English (LSJ)

ὁ,

   A = θεηκόλος, servant of a god, priest, SIG684.1 (Dyme, ii B.C.), 1021.3 (Olympia, i B.C.):—hence θεο-κολέω, serve as a priest, θ. Ἀσκλαπιῷ IG9(1).1066 (Amphissa):—also θεο-κολεύω, ib.417 (Aetol.):

Greek (Liddell-Scott)

θεοκόλος: ὁ, ὡς τὸ θεηκόλος, ὑπηρέτης τοῦ θεοῦ, ἱερεύς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. 1, 1607· - ἐντεῦθεν θεοκολέω, ὑπηρετῶ ὡς ἱερεύς, θεοκολήσασα Ἀρτέμιτι 1934.

Greek Monolingual

θεοκόλος και θεηκόλος, ό (Α)
υπηρέτης του θεού, ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος).