περιοδεύσιμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιοδεύσιμος''': -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ. | |lstext='''περιοδεύσιμος''': -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ [[περιόδευσις]]<br />αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να περιοδεύσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with circuitous ways, Gloss.
German (Pape)
[Seite 584] mit Umwegen (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιοδεύσιμος: -ον, ὁ ἔχων δρόμους μακροὺς καὶ κυκλοτερεῖς, ὃν δύναταί τις νὰ περιοδεύσῃ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ον, Μ περιόδευσις
αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να περιοδεύσει.