φορτοβαστάκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_19)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορτοβαστάκτης''': -ου, ὁ, φορτοφόρος, [[ἀχθοφόρος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρωταγόρας.
|lstext='''φορτοβαστάκτης''': -ου, ὁ, φορτοφόρος, [[ἀχθοφόρος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρωταγόρας.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[αχθοφόρος]], [[βαστάζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρτος]] <span style="color: red;">+</span> [[βαστακτής]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαστάζω]])].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτοβαστάκτης Medium diacritics: φορτοβαστάκτης Low diacritics: φορτοβαστάκτης Capitals: ΦΟΡΤΟΒΑΣΤΑΚΤΗΣ
Transliteration A: phortobastáktēs Transliteration B: phortobastaktēs Transliteration C: fortovastaktis Beta Code: fortobasta/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A porter, Sch.Pl.R.600c, Suid. s.v. Πρωταγόρας.

German (Pape)

[Seite 1301] ὁ, Lastträger, Schol. Plat. Rep. X, 476.

Greek (Liddell-Scott)

φορτοβαστάκτης: -ου, ὁ, φορτοφόρος, ἀχθοφόρος, Σχόλ. εἰς Πλάτ., Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρωταγόρας.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αχθοφόρος, βαστάζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + βαστακτής (< βαστάζω)].