νεουργία: Difference between revisions
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
(6_11) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεουργία''': ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α. | |lstext='''νεουργία''': ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεουργία]], ἡ (ΑΜ) [[νεουργός]] (Ι)]<br />[[επεξεργασία]] ή [[κατασκευή]] που έγινε πρόσφατα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέωση]], [[ανακαίνιση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νεουργία: ἡ, τὸ νεουργές, Εὐσέβ. ΙΙ, 1468Α.
Greek Monolingual
νεουργία, ἡ (ΑΜ) νεουργός (Ι)]
επεξεργασία ή κατασκευή που έγινε πρόσφατα
αρχ.
ανανέωση, ανακαίνιση.