καλλιτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(6_4)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιτράπεζος''': ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1.
|lstext='''καλλιτράπεζος''': ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο [[καλοφαγάς]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτράπεζος Medium diacritics: καλλιτράπεζος Low diacritics: καλλιτράπεζος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: kallitrápezos Transliteration B: kallitrapezos Transliteration C: kallitrapezos Beta Code: kallitra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with beautiful, i.e. well-spread, table, Call.Com.5, Amips.19.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schöner Tafel; Amips. bei Ath. VI, 270 f; Ἰωνία Callias ib. XII, 524 f.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτράπεζος: ᾰ, ον, ἔχων ὡραίαν πλουσίαν τράπεζαν, Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 1.

Greek Monolingual

καλλιτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τα πλουσιοπάροχα γεύματα, ο καλοφαγάς.