προσκυνήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(35) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκῠνήσιμος''': -ον, [[προσκυνήσιμος]] [[ἡμέρα]] τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41. | |lstext='''προσκῠνήσιμος''': -ον, [[προσκυνήσιμος]] [[ἡμέρα]] τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[προσκύνησις]]<br />ο [[άξιος]] προσκύνησης, ο [[άξιος]] λατρείας. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 771] verehrungs-, anbetungswürdig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνήσιμος: -ον, προσκυνήσιμος ἡμέρα τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41.
Greek Monolingual
-ον, Α προσκύνησις
ο άξιος προσκύνησης, ο άξιος λατρείας.