προσκυνήσιμος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 771] verehrungs-, anbetungswürdig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνήσιμος: -ον, προσκυνήσιμος ἡμέρα τοῦ τιμίου σταυροῦ, καθ’ ἣν πρέπει νὰ προσκυνήσωμεν τὸν τίμιον σταυρόν, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 877. 41.
Greek Monolingual
-ον, Α προσκύνησις
ο άξιος προσκύνησης, ο άξιος λατρείας.