παρηλλαγμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(6_6) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρηλλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[παραλλάσσω]], [[διαφόρως]], ἀσυνήθως, Πολύβ. 15. 13, 6, Διόδ. 14. 112. | |lstext='''παρηλλαγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[παραλλάσσω]], [[διαφόρως]], ἀσυνήθως, Πολύβ. 15. 13, 6, Διόδ. 14. 112. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρηλλαγμένος</i> του [[παραλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (παραλλάσσω)
A differently, strangely, Plb.15.13.6, D.S.14.112.
German (Pape)
[Seite 520] adv. part. perf. pass. von παραλλάσσω, verändert, auf ungewöhnliche Weise, Pol. 15, 16, 3 D. Sic. 14, 112 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρηλλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ παραλλάσσω, διαφόρως, ἀσυνήθως, Πολύβ. 15. 13, 6, Διόδ. 14. 112.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με διαφορετικό τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηλλαγμένος του παραλλάσσω.