μαστικτήρ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_12)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστικτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. [[μακιστήρ]], [[μαστήρ]].
|lstext='''μαστικτήρ''': ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. [[μακιστήρ]], [[μαστήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μαστικτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[μαστίκτωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαστίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαστικτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. μακιστήρ, μαστήρ.

Greek Monolingual

μαστικτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μαστίκτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τήρ].