ἀμετάκλητος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_18)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάκλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, [[ἀκατάσχετος]], ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.
|lstext='''ἀμετάκλητος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, [[ἀκατάσχετος]], ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[irrecuperable]], [[irrevocable]] ἡλικίη <i>AP</i> 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.
}}
}}

Revision as of 12:11, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάκλητος Medium diacritics: ἀμετάκλητος Low diacritics: αμετάκλητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ametáklētos Transliteration B: ametaklētos Transliteration C: ametaklitos Beta Code: a)meta/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).

German (Pape)

[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.

Spanish (DGE)

-ον
irrecuperable, irrevocable ἡλικίη AP 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.