ἀπόλεμμα: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_5) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόλεμμα''': -ατος, τό, ([[ἀπολέπω]]) ὁλόκληρον δέρμα, [[δορά]], τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32. | |lstext='''ἀπόλεμμα''': -ατος, τό, ([[ἀπολέπω]]) ὁλόκληρον δέρμα, [[δορά]], τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[piel]] del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπολέπω)
A skin, D.C.68.32.
German (Pape)
[Seite 311] τό, das Abgeschälte, die Haut, D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλεμμα: -ατος, τό, (ἀπολέπω) ὁλόκληρον δέρμα, δορά, τάς τε σάρκας αὐτῶν ἐστιούντο… καὶ τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο Δίων Κ. 68. 32.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
piel del cuerpo humano τὰ ἀπολέμματα ἐνεδύοντο D.C.68.32.1.